σεισμολογία

σεισμολογία
Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του σεισμού (υπόκεντρο), όπου η απότομη διακοπή της ισορροπίας των δυνάμεων δημιουργεί το σεισμό· δηλαδή ελαστικά κύματα τα οποία, διαδινόμενα στο εσωτερικό της Γης και υφιστάμενα ανάκλαση και διάθλαση, σύμφωνα με τους νόμους της οπτικής, φτάνουν τελικά στην επιφάνεια, όπου καταγράφονται από τους σεισμογράφους, επάνω σε ειδικό αιθαλωμένο χαρτί (σεισμογράμματα). Η μελέτη των σεισμών έχει αποσαφηνιστεί τελείως με τον καθορισμό των φυσικών χαρακτηριστικών τους, δηλαδή με την ταχύτητα των επιμήκων και εγκάρσιων ελαστικών κυμάτων, που, από 5,5, και 3,3 χλμ. /δ. στην επιφάνεια, αυξάνεται ως 13 και 7 χλμ. /δ. σε βάθος 2900 χλμ. · με την εξαφάνιση όμως στο βάθος αυτό, του εγκάρσιου κύματος, η ταχύτητα του επιμήκους ελαττώνεται απότομα σε 8 χλμ. /δ., για να αποχτήσει και πάλι απότομα την τιμή των 11 χλμ. /δ. που διατηρείται περίπου σταθερή από τα 5000 χλμ. ως το κέντρο της Γης. Η εξέταση της φύσης του ηπειρωτικού καλύμματος της Γης και της ισορροπίας των τεμαχίων της λιθόσφαιρας (γήινου φλοιού) έχει καταστεί δυνατή με τη μελέτη των σεισμών μέσης ή μεγάλης επικεντρικής απόστασης (σεισμός), ενώ από τους σεισμούς μικρής επικεντρικής απόστασης συλλέγονται πολύτιμες πληροφορίες για την τεκτονική των περιοχών πιο περιορισμένης έκτασης. Τελικά, ο σκοπός της σ. έχει μετατοπιστεί στη μελέτη της εσωτερικής δομής του φλοιού της Γης. Ο σεισμογράφος συνίσταται από δύο βασικά μέρη: ένα δείκτη, που αποτελείται από μια αιωρούμενη μάζα (εκκρεμές), που βρίσκεται σε σχεδόν απόλυτη ηρεμία όταν το έδαφος αρχίζει να δονείται, και ένα καταγραφικό μηχάνημα, μηχανικής, οπτικής και ηλεκτρικής φύσης, που συνδέεται με την αιωρούμενη μάζα και χαράσσει την κίνησή της σε σχέση προς την κίνηση του εδάφους, κατά τις θεμελιώδεις οριζόντιες συνιστώσες Β, ΑΔ και την κατακόρυφο (Ζ). Όταν η σεισμική δόνηση φτάσει στο σεισμογράφο θέτει σε κίνηση τον άξονα αιώρησης του εκκρεμούς, που συνδέεται με το έδαφος, έτσι ώστε η μάζα που μετατοπίζεται σε νέα θέση ισορροπίας, η οποία πετυχαίνεται ύστερα από μια σειρά αιωρήσεων: γι’ αυτόν το λόγο, άλλωστε, είναι απαραίτητο για να χρησιμοποιούνται ρυθμιστές για την απόσβεση της περιοδικότητας των αιωρήσεων του οργάνου. Αν γνωρίζουμε την τιμή της στατικής μεγέθυνσης του σεισμογράφου, δηλαδή πόσες φορές μεγαλύτερη καταγράφεται στο σεισμόγραμμα η μετατόπιση της αιωρούμενης μάζας, είναι δυνατό να υπολογιστεί ευκολότατα η πραγματική δόνηση του εδάφους. Στους μηχανικούς σεισμογράφους, μια ελαφρότατη μεταλλική γραφίδα, συνδεμένη, με την αιωρούμενη μάζα, καταγράφει την κίνηση στο αιθαλωμένο χαρτί, που μετακινείται επάνω σε ένα τύμπανο εκτελώντας μια ομοιόμορφη ελικοειδή κίνηση. Η αιωρούμενη μάζα πρέπει να έχει βάρος 50 - 1000 χλγρ., ώστε η μετακίνηση της γραφίδας - που προκαλείται από τη δύναμη αδρανείας της μάζας - να υπερνικήσει τις τριβές του συστήματος. Στους σεισμογράφους οπτικής μεθόδου, ένα μικρό κάτοπτρο βρίσκεται στερεωμένο στην αιωρούμενη μάζα - στην περίπτωση αυτή είναι μικρότερου βάρους, (σε ορισμένους τύπους 1 χλγρ.) - επάνω στο οποίο προσπίπτει μια λεπτή φωτεινή δέσμη που, καθώς ανακλάται, προσβάλλει ένα φωτοευπαθές χαρτί. Στους ηλεκτρομαγνητικούς σεισμογράφους (τύπου Γκαλιτζίν), μια αιωρούμενη μάζα, 1 - 20 χλγρ. φέρει ένα κινητό, ως προς ένα μαγνήτη, πηνίο, έτσι ώστε να γεννιέται στο πηνίο επαγωγικό ρεύμα, που αποστέλλεται ακολούθως σε ένα σύστημα καταγραφής των αιωρήσεων με γαλβανόμετρο όπου και πραγματοποιείται η φωτογραφική καταγραφή τους. Ένας πλήρως οργανωμένος σασμολογικός σταθμός πρέπει να έχει 3 σεισμογράφους, που να καταγράφουν χωριστά τις σεισμικές δονήσεις, κατά τις 3 θεμελιώδεις συνιστώσες.
* * *
η, Ν
1. (γεωφ.) κλάδος τής γεωφυσικής που ασχολείται με τη μελέτη τών σεισμών και με τη διάδοση τών σεισμικών κυμάτων μέσα στη Γη
2. φρ. «σεισμολογία εκρήξεων»
(γεωφ.) ανάλυση τών δονήσεων που προκαλούνται από τεχνητές εκρήξεις, με στόχο τον προσδιορισμό, σε μεγάλη γενικά κλίμακα, τών δομών τού εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismology (< σεισμός + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σεισμολογία — η κλάδος της γεωλογίας που μελετά τους σεισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεισμολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμολογία ή στον σεισμολόγο 2. φρ. «σεισμολογικό ινστιτούτο» ίδρυμα στο οποίο μελετώνται οι σεισμοί με τη χρήση κατάλληλων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στην… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

  • εισμολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας που ασχολείται με τη σεισμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismologist (< σεισμός + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών] …   Dictionary of Greek

  • Βαρβιάνης, Διονύσιος — (Ζάκυνθος 1788 – 1866). Λόγιος από τη Ζάκυνθο, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, φυσικομαθηματικός. Αναφέρεται και με το επώνυμο Βαρβίας. Ήταν εκδότης του ιταλόφωνου περιοδικού Giornale Letterario, με έδρα τη Ζάκυνθο. Όταν ο Αλή πασάς κατήγγειλε στις… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροακουστική — Κλάδος της εφαρμοσμένης ακουστικής που ασχολείται με τη θεωρητική έρευνα και κυρίως με τις πρακτικές εφαρμογές για την μετατροπή της ακουστικής ενέργειας σε ηλεκτρική και αντίστροφα. Οι διατάξεις που χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή των ήχων σε… …   Dictionary of Greek

  • Μερκάλι, Ιωσήφ — (Giuseppe Mercalli, Μιλάνο 1850 – Ρώμη 1914). Ιταλός φυσικός και γεωλόγος ειδικευμένος στην ηφαιστειολογία και στη σεισμολογία. Ξεκίνησε τις σπουδές του σε εκκλησιαστική σχολή του Μιλάνου, όπου διετέλεσε μαθητής του γεωλόγου Στοπάνι. Δίδαξε σε… …   Dictionary of Greek

  • σεισμολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σεισμολογία: Σεισμολογικές έρευνες. – Σεισμολογικά κέντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”